- τρισάριθμος
- -ον, ΝΑτρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)μσν.αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρία («μονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)αρχ.αυτός που έχει αριθμηθεί τρεις φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι-* + ἀριθμός (πρβλ. πολυ-άριθμος)].
Dictionary of Greek. 2013.